- μεταδρομή
- μεταδρομήpursuitfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταδρομή — μεταδρομή, ἡ (Α) 1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», Ευρ.) 2. αλλαγή πορείας 3. τρέξιμο πάνω κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δρομή (πρβλ. ἔ δραμ ον, αόρ. β τού τρέχω), πρβλ. δια δρομή, επι δρομή] … Dictionary of Greek
μεταδρομαῖς — μεταδρομή pursuit fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδρομαί — μεταδρομή pursuit fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδρομῆς — μεταδρομή pursuit fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδρομήν — μεταδρομή pursuit fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδρομάδην — (Α) επίρρ. με καταδίωξη, τρέχοντας από πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταδρομή + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] … Dictionary of Greek